Active language
Translated to Greek
Μπάλωμα τοίχου
Ένα μικρό κομμάτι υλικού στερεωμένο σε άλλο, μεγαλύτερο κομμάτι για να αποκρύψει, να ενισχύσει ή να επισκευάσει μια φθαρμένη περιοχή, τρύπα, ή αιχμή
Translated to Greek
Μπάλωμα τοίχου
Ένα μικρό κομμάτι υλικού στερεωμένο σε άλλο, μεγαλύτερο κομμάτι για να αποκρύψει, να ενισχύσει ή να επισκευάσει μια φθαρμένη περιοχή, τρύπα, ή αιχμή